διαμορφωτικός

διαμορφωτικός
-ή, -ό
επίρρ. αυτός που έχει την ιδιότητα και την ικανότητα να διαμορφώνει, να διαπλάθει: Οι γονείς επιδρούν διαμορφωτικά στον παιδικό χαρακτήρα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • διαμορφωτικός — ή, ό (Α διαμορφωτικός, ή, όν) 1. σχετικός με τη διαμόρφωση 2. ικανός να διαμορφώνει ή να διαπλάθει …   Dictionary of Greek

  • διαμορφωτικῆς — διαμορφωτικός formative fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διατυπωτικός — διατυπωτικός, ή, όν (AM) 1. περιγραφικός, παραστατικός 2. αυτός που μπορεί να διαμορφώνει, διαμορφωτικός («διατυπωτικὸν φύσει καὶ αὐτὸν ὄντα τῆς ἐν τῇ ὕλῃ ἀμορφίας») μσν. ασαφὴς …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”